Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Εγώ θα περιμένω!”, επέμεινε “Κατά τις εννιά στον φάρο!”.
Την κοίταξε να φεύγει φορτωμένη δυο από τις βαλίτσες του Κωσταντή και θαύμασε τη δύναμη και την κορμοστασιά της.
“Ναι αυτή θα με βγάλει από τα αδιέξοδα μου!”, σκέφτηκε. “Δεν ξέρω αν την αγαπώ, αλλά με κάνει να νιώθω καλά, και αυτό είναι που μετράει!”
Περίμενε για λίγο τον Νικολή, που
βγήκε από τους τελευταίους και τράβηξαν για το σπίτι. “Όμορφο παιδί ο Δήμος”, πείραξε στο δρόμο ο Κωσταντής την Φροσούλα. “Να ήταν και λίγο μεγαλύτερος!”.“Μα τι λες πατέρα!”, διαμαρτυρήθηκε εκείνη. “Δεν είμαι εγώ για τέτοια!”
“Μπα σε καλό σου κόρη μου”, γέλασε πλατιά ο Κωσταντής. “Καλόγρια θα γίνεις;”.
Γέλασε και η Φροσούλα, αλλά προτίμησε να μην συνεχίσει την κουβέντα. Δεν υπήρχε λόγος να φανερώσει τα αισθήματα της από τώρα. Εξάλλου τίποτα δεν είχε ξεκινήσει ακόμα με τον Δήμο και ίσως να μην άρχιζε καν. Αυτή η διαφορά της ηλικίας την τρόμαζε λίγο. Ένα παιδί στα δέκα επτά ήταν αυτός και η ίδια έμπαινε στα δέκα εννιά. Τι μέλλον θα μπορούσαν να έχουν άραγε; Σε δυο τρία χρόνια θα πήγαινε φαντάρος και μετά από άλλους 28 μήνες ποιος ζει και ποιος πεθαίνει! Αναστέναξε βαθιά και ακούμπησε τις βαλίτσες στο δωμάτιο του ζευγαριού.
Την ίδια ώρα στο σπίτι του Νικολή η ατμόσφαιρα ήταν κάπως περίεργη. Από τη μέρα που έφυγε ο Πετρής τα μόνα νέα που έμαθαν από ένα συχωριανό που είχε δουλειές στην Αθήνα, ήταν πως υπηρετούσε στον Έβρο. Ο θυμός της Υπαπαντής είχε καταλαγιάσει κάπως, μα δεν είχε σβήσει τελείως. Έτσι δεν έκανε ποτέ κάποια κίνηση να μάθει κάτι περισσότερο, κι αυτός ήταν ο λόγος της δυσαρέσκειας του Νικολή. Εντάξει και ο ίδιος ήταν πολύ εξοργισμένος με τη συμπεριφορά του, αλλά δεν ήθελε να φτάσουν και σε αυτή την κατάσταση.
“Σου είπε σε ποιο μέρος ακριβώς βρίσκεται;”, τη ρώτησε.
”Πλάτη, Πλατιά, κάπως έτσι”, απάντησε σιγανά.
“Αύριο πρωί θα κατέβω στη Χώρα”, αποφάσισε ο Νικολής. “Θα πάω στον ΟΤΕ να πάρω όλα τα στρατόπεδα του Έβρου. Πρέπει να μάθω νέα του! Να μην σου πως πως θα πάω να τον βρω!”.
Η Υπαπαντή έσκυψε το κεφάλι. Ναι έτσι έπρεπε να γίνει. Ότι και να έκανε παιδί τους είναι.
“Κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός”, του απάντησε με συγκατάβαση.
Ο Δήμος παρακολουθούσε σιωπηλός τη συζήτηση τους. Αυτή τη φορά η αναφορά στον Πετρή δεν του ξύπνησε μνήμες και επιθυμίες. Στο μυαλό του τριγυρνούσε συνεχώς το πρόσωπο της Φροσούλας. Για πρώτη φορά η καρδιά του κτυπούσε για μια γυναίκα. Να ήταν αυτό σημάδι πως ξεπερνούσε τα προβλήματα του; Δεν ήξερε ακόμα με σιγουριά, όμως άρχισε να το πιστεύει!
Μπήκε στο μικρό μπάνιο που είχαν φτιάξει πέρυσι να κάνει ένα ντους. Τώρα πια είχαν την πολυτέλεια του θερμοσίφωνα και έτσι όλα έγιναν πιο εύκολα! Προσπάθησε να βγάλει από πάνω του τη μυρωδιά της ψαρίλας, όμως αυτή είχε ποτίσει όλο του το κορμί και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα!
Μετά από αρκετή ώρα κάτι κατάφερε. Δεν ήταν και το πιο ερωτικό πράγμα αυτή η μυρωδιά για το πρώτο του ραντεβού. Ντύθηκε με ότι καλύτερο βρήκε στην ντουλάπα κι αφού έβαλε και λίγη κολόνια βγήκε.
Αρκετοί θαμώνες αλλά και μερικοί τουρίστες απολάμβαναν είτε το κρασάκι είτε τη ρακή τους στο καφενείο. Πολλοί τον χαιρέτησαν και τον καλωσόρισαν. Ανταπέδωσε τους χαιρετισμούς και τράβηξε για το φάρο. Διέκρινε από μακρυά στο μισοσκόταδο τη φιγούρα της Φροσούλας να κάθεται στο πεζούλι και η καρδιά του κτύπησε δυνατά Πλησίασε κοντά και βλαστήμησε τον εαυτό του που δεν σκέφτηκε να της φέρει έστω και ένα λουλουδάκι.
Κάθισε δίπλα της όσο πιο κοντά μπορούσε και με ανακούφιση είδε πως εκείνη δεν τραβήχτηκε μακρυά του. Η αμηχανία και των δυο ήταν έκδηλη. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν μόνοι με εξαίρεση κάποιες τυχαίες συναντήσεις. Η Φροσούλα είχε χαμηλωμένο το βλέμμα αν και πολύ θα το ήθελε να καρφώσει τα μάτια της στα υπέροχα γκριζογάλανα δικά του.
“Λοιπόν τι νέα από το χωριό;”, ξεκίνησε κάπως άτσαλα τη συζήτηση ο Δήμος.”.
“΄Όπως τα ξέρεις”, του απάντησε, “Η κάθε μέρα σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Μόνο αν πεθάνει κάποιος κάτι αλλάζει, γιατί από γάμους....”, πρόσθεσε με χαμόγελο.
“Τώρα που γύρισα εγώ η ζωή θα αποκτήσει ενδιαφέρον”, είπε ο Δήμος με μια αυταρέσκεια που ξάφνιασε και τον ίδιο.
Η Φροσούλα ξέσπασε σε ένα αυθόρμητο γέλιο, που βιάστηκε να το σταματήσει.
“Σίγουρα κάποιες θα χαρούν πολύ με την παρουσία σου!”, του απάντησε όταν κατάφερε να συγκρατήσει την ταραχή της.
“Εμένα μια με ενδιαφέρει να χαρεί! Χαίρεσαι που είμαι εδώ Φροσούλα;”.
Σήκωσε δειλά δειλά το κεφάλι εκείνη και τον κοίταξε. Ήθελε να του πει πως περίμενε με λαχτάρα τη στιγμή που θα τον ξανάβλεπε. Πως τα όνειρα της εκείνον είχαν πάντα πρωταγωνιστή. Πως τον αγαπούσε! Αντί για όλα αυτά όμως προτίμησε τη σιωπή. Μια σιωπή πάντως που έλεγε πολλά. Έσκυψε προς το μέρος της και ακούμπησε το κεφάλι του στο δικό της. Με ένα θάρρος που δεν ήξερε πως είχε, άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε, και ύστερα τη φίλησε γλυκά. Στο μάγουλο στην αρχή και όταν είδε πως δεν αντέδρασε αρνητικά, κόλλησε τα χείλη του στα δικά της και φιλήθηκαν με πάθος. Άτεχνα βέβαια μιας και για τους δυο ήταν η πρώτη φορά, αλλά η αίσθηση αυτού του φιλιού, θα τους έμενε για πάντα!
Από εκείνο το βράδυ έγιναν αχώριστοι. Με την πρώτη ευκαιρία ξέκοβαν από τους άλλους και ζούσαν τις μαγικές στιγμές του έρωτα τους. Ενός έρωτα που δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα, όσο κι αν ήταν φανερό πως και οι δυο το ήθελαν πολύ. Οι αναστολές όμως της Φροσούλας, αλλά και ο φόβος του Δήμου μήπως δεν μπορέσει να ανταποκριθεί, δεδομένου του ένοχου παρελθόντος, τους εμπόδιζαν να φτάσουν ως το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου