Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Φωταγωγημένη η Αγιά Μαρίνα, ντυμένη στα μοβ και τα μαύρα, περίμενε τους πιστούς, που κατεύθαναν από όλο το χωριό. Η ακολουθία των παθών είχε αρχίσει. Σιωπηλά, κατανυκτικά παρακολουθούσαν όλοι την εξέλιξη του Θείου δράματος. Ακόμα και τα μωρά σιωπούσαν. Λες και καταλάβαιναν πως κάτι σημαντικό διαδραματιζόταν αυτή την ώρα. Ένα θρησκευτικό ρίγος διαπέρασε όλους, καθώς ο παπά Λευτέρης περιέφερε στη σκοτεινή εκκλησία τον Εσταυρωμένο.
“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”. Η Μαριγώ έσφιξε
τα λουλούδια στην αγκαλιά της. “Συγχώρεσε με Χριστέ μου”, προσευχήθηκε σιωπηλά. Έστησε ο παπάς το Σταυρό στη μέση, μπροστά στην ωραία πύλη. “Δείξον ημίν, και την ένδοξόν Σου Ανάσταση”. Άναψαν και πάλι τα φώτα. Οι κοπελιές πλησίασαν τον Χριστό, που τις κοιτούσε από ψηλά, “περίλυπος άχρι θανάτου”. Μια μια προσκύνησαν τα ματωμένα Του πόδια και απίθωσαν αγκαλιές τα λουλούδια μπροστά Του. Πλημύρισε ο Σταυρός του μαρτυρίου, μυρωδιές και χρώματα! Αργά το βράδυ τελείωσε η ακολουθία. Στην εκκλησία απόμειναν δυο τρεις γριές, για να ξενυχτήσουν τον μεγάλο νεκρό. Οι κοπέλες στην διπλανή αίθουσα, στόλιζαν τον επιτάφιο.”Τελευταία φορά που με βλέπετε εδώ Μεγάλη βδομάδα”, είπε ξάφνου η Καλλιόπη, “από του χρόνου, πάει πέταξε το πουλάκι”!
“Και για που με το καλό”; ρώτησε χαμογελώντας η Μαρίνα.
“Στην Αθήνα παιδί μου”! Αποκρίθηκε με καμάρι.” Θα κάνω φροντιστήριο για τη νομική”!
“Και που θα μείνεις”; ξαναρώτησε η Μαρίνα.
“Στης θείας μου καλέ, του πατέρα μου την αδελφή. Παιδιά δικά της δεν έχει και με προσκάλεσε να πάω”
Η Μαριγώ παρακολουθούσε σιωπηλή. Ήξερε πως θα φύγει, μα κάθε φορά που το ξανάκουγε στενοχωριόταν. Ειδικά τώρα που τόσα προβλήματα την τριγύριζαν.
“Λοιπόν είσαι πολύ τυχερή φιλενάδα”, πετάχτηκε η Δήμητρα, “θα ξεφύγεις πια από αυτήν την φυλακή”! “Ούτε λόγος! Μαύρη πέτρα θα ρίξω”! “Μόνο η Μαριγώ δεν θέλει να φύγει από εδώ”,ειρωνεύτηκε,” Αυτή παιδί μου, είναι το στοιχειό του χωριού”!
Γέλασαν όλες εκτός από τη Μαριγώ, με το χωρατό.
“Κανείς δεν ξέρει ποτέ”, είπε αινιγματικά. Υπό άλλες συνθήκες ούτε που θα σκεφτόταν πως υπήρχε περίπτωση να αφήσει το χωριό της. Τώρα όμως αυτή η σκέψη της φαινόταν σαν μια καλή λύση, όσο κι αν σιχαίνονταν τις μεγαλουπόλεις.
“Ε, αν το δούμε και αυτό θα πει πως χάλασε ο κόσμος”, γέλασε η Καλλιόπη, και όλες έδειξαν να συμφωνούν.
Πλησίαζε το χάραμα πια, όταν τελείωσαν με το στολισμό. Κάθισαν λίγο να θαυμάσουν το έργο τους. “Ωραίος είναι”, είπε η Δήμητρα, “καλύτερος από πέρσι”!
“Σίγουρα”, συμφώνησε και η Μαρίνα. Μπήκαν ξανά στην εκκλησία να προσκυνήσουν, και κίνησαν για τα σπιτικά τους.. Καληνύχτισαν η μια την άλλη και πήρε η καθεμιά το δρόμο της.
Ξημέρωσε η Μεγάλη Παρασκευή συννεφιασμένη, λες κι η φύση απέδιδε τον απαιτούμενο φόρο τιμής στον Δημιουργό της. Σηκώθηκαν νωρίς μάνα και κόρη, για να τελειώσουν τις δουλειές που έπρεπε οπωσδήποτε να γίνουν, πριν σημάνει η εκκλησία. Ο Μπαρμπα Λουκάς κτύπησε διστακτικά την πόρτα, μην τους ξυπνήσει, αν τυχόν κοιμόντουσαν ακόμη. “Καλώς τον Λουκά”, τον καλωσόρισε η Βασίλαινα, “Κόπιασε”! Κάθισε βαρύς στην καρέκλα. Γερασμένος, αξύριστος, ένας άλλος άνθρωπος. ”Να φτιάξω καφεδάκι”; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, μαρτυρούσαν την αϋπνία του.
Ήπιε μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο. “Είδα άσχημο όνειρο ψες βράδυ, κυρά”, είπε στη Βασίλαινα. “Ήμουνα λέει στο καφενείο μόνος και οικονομούσα το μαγαζί. Ξάφνου μπήκε μέσα η Φωτεινή μου. “Λουκά”, μου φώναξε, “Φοβάμαι”! “Τι φοβάσαι μάτια μου, δεν περνάς καλά”, τη ρώτησα. “Καλά είμαι εγώ! Σε όμορφο μέρος βρίσκομαι! Μόνο για τη Μαριγώ φοβάμαι. Πολλοί την έχουν βάλει στο μάτι”! “Την Μαριγόυλα μας”; ξαναρώτησα απορημένος, ¨μα αυτή δεν έχει εχθρούς, μόνο φίλους έχει”! ”Έχει πολλούς εχθρούς Λουκά, μόνο που δεν τους βλέπει. Την έχουν βάλει στο σημάδι, και δεν κάνουν εύκολα πίσω αυτοί”! Να της πεις να προσέχει και να ακούει τις συμβουλές του μόνου πραγματικού της φίλους Ξέρει αυτή”! Πάνω εκεί ξύπνησα. Δεν ξέρω τι να υποθέσω!
“Ιησούς Χριστός νικά”, σταυροκοπήθηκε τρομοκρατημένη η Βασίλαινα. Η Μαριγώ προσπάθησε να δείχνει ήρεμη, ενώ μέσα της ξεσπούσε τρικυμία.
“Έλα μάνα, όνειρο ήταν, αγέρας. Γεννήματα της φαντασίας είναι τα όνειρα. Τα φτιάχνει το μυαλό που είναι κουρασμένο από τα βάσανα”!
“Αυτό λέω και γω¨, πήρε κουράγιο ο Λουκάς,” όνειρο ήταν, ψέμα! Μα σας το είπα να έχετε το νου σας. Δεν ξέρεις καμιά φορά, ο Θεός να φυλάει”!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου