ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (20η συνέχεια)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Η Ρηνιώ σηκώθηκε νωρίς. Δηλαδή νωρίς για εκείνη. Δέκα ήταν κιόλας η ώρα. Έφτιαξε καφέ και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα να μπει λίγο φως στο ανήλιαγο υπόγειο. Πέρασε η Μεγαλοβδομάδα, ξημέρωσε η τελευταία της μέρα, κι αυτή ούτε που το κατάλαβε! ¨Άδειες, μονότονες, πονεμένες κύλησαν οι μέρες της, όπως όλες από τότε που ήρθε στην Αθήνα. Αλλιώς περίμενε να φτιάξει τη ζωή της. Να έβρισκε μια

καλή δουλειά, ένα καλό σπίτι. Όχι μεγάλο, δεν την ένοιαζε, μα όχι αυτό το μπουντρούμι, που έμοιαζε πιο πολύ με τάφο! Ήρθαν όμως ανάποδα τα πράγματα. Όποια πόρτα και να κτύπησε, δεν άνοιξε. Έτρεξε, παρακάλεσε, τίποτα! Τα λεφτά τελείωναν και κάτι έπρεπε να κάνει. Τότε ήταν που γνώρισε τον Δημήτρη. Ένα τομάρι, ένα απόβρασμα της κοινωνίας και γαντζώθηκε πάνω του! Δεν έβρισκε άλλη λύση. 

ης βρήκε δουλειά σε ένα μπαρ. Δουλειά! Τέλος πάντων! Πουλούσε ψυχή και κορμί σε διεστραμμένους πελάτες. Έκλαψε στην αρχή για την κατάντια της. Αηδίαζε κάθε φορά που ξάπλωνε με κάποιον για μερικά χιλιάρικα δραχμές. Μα με τον καιρό συμβιβάστηκε. Ύστερα και να ήθελε να ξεφύγει ήταν αδύνατον! Ο Δημήτρης ερχόταν κάθε μεσημέρι και την έσπαγε στο ξύλο, έτσι χωρίς λόγο κι ύστερα της έπαιρνε τα λεφτά και έφευγε. Ίσα που της άφηνε τα απαραίτητα για φαγητό! Έγραψε ψέματα στη Μαριγώ για τη δουλειά στο μαγαζί με τα ρούχα. Δεν ήθελε να μάθει κανείς για τον κατήφορο που είχε πάρει. Έφερε με νοσταλγία στο μυαλό της το χωριό. Τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή της Ανάστασης, που γι΄αυτήν δεν θα ερχόταν εφέτος! 

Ένοιωσε την ανάγκη να προσευχηθεί μετά από καιρό. Να μπει στην πρώτη εκκλησία που θα βρει μπροστά της και να πέσει στα πόδια του Χριστού. Να κλάψει, να ξαλαφρώσει. Θα την άκουγε το δίχως άλλο. Αυτός όλους τους ακούει! Ντύθηκε γρήγορα για να πραγματοποιήσει την απόφασή της. Δεν πρόλαβε! 

Ο Δημήτρης μπήκε ταραγμένος. 

 “ Τσιμουδιά!”, της είπε επιτακτικά, ¨με κυνηγάνε!”.Κόλλησε το αυτί του στην πόρτα και αφουγκράστηκε. Η Ρηνιώ θα ήθελε να φωνάξει:” Εδώ είναι το κάθαρμα! Πιάστε το να ξεβρομίσει ο κόσμος!”. Ασφαλώς βέβαια δεν έβγαλε κιχ. 

 “Φύγανε!” μουρμούρισε ανακουφισμένος. “Στημένη μου την είχανε τα καθίκια! Αυτό το σκουλήκι ο Μάριος θα κάρφωσε! Θα τον ξεκοιλιάσω τον πούστη, δεν γλυτώνει!”. Έβγαλε απ΄την τσέπη μερικά σακουλάκια και της τα έδωσε. 

 “Κρύφτα!”. Τα πήρε και τα έχωσε μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα.

 “Δεν αντέχω άλλο!”, του είπε παρακλητικά. “Δεν κάνω εγώ γι΄αυτές τις δουλειές!”.

 “ 'Όλοι κάνουνε¨, της φώναξε άγρια. Η Ρηνιώ υποτάχθηκε για άλλη μια φορά στη μοίρα της. Άμα βουτηχτείς στη λάσπη, όσες προσπάθειες κι αν κάνεις, πιο πολύ βουλιάζεις! 

 “Που πήγαινες εσύ;”, τη ρώτησε όταν σιγουρεύτηκε πως δεν κινδυνεύει πια.

“Μια βόλτα στα μαγαζιά”. 

 “Στις δέκα το πρωί”;

 “Δεν είχα ύπνο, είναι που κάνω πρώτη φορά Πάσχα μακρυά από το σπίτι μου”. 

 “Σ΄αυτό μοιάζουμε! Και εγώ χρόνια έχω να κάνω Πάσχα έξω από το κάγκελο”! 

 Γέλασε μόνος με το αστείο του. Ύστερα έβγαλε να στρίψει τσιγάρο. Το γέμισε προσεκτικά καπνό κι έτριψε μια γερή δόση μαύρο. Το άναψε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Ο γαλαζοπράσινος καπνός ανέβηκε ψηλά και ντουμάνιασε το δωμάτιο. Έδωσε και της Ρηνιώς να ρουφήξει. 

 “Βλέπεις τι καλός που είμαι!¨, της είπε ειρωνικά, “Κανονικά έπρεπε να σε αφήσω στη χαρμάνα!”. Άνοιξε την τσάντα της κι έψαξε για λεφτά. Έβγαλε δεκαπέντε χιλιάδες. 

 “Αυτά είναι όλα;”, ρώτησε θυμωμένος.

 “Αυτά, δεν είχε δουλειά χτες”. 

 “Μου κάνεις άσχημες τελευταία μωρό! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά”! 

 “Προσπαθώ”, του αποκρίθηκε φοβισμένη.” Το ξέρεις πως προσπαθώ”! 

 “Τι προσπαθείς ρε! Παναγία κάθεσαι στο μαγαζί! Οι άλλες κάνουν πεντέξι βίζιτες τη βραδιά”! 

“Άσε μου να ψωνίσω κάτι για αύριο”, τον παρακάλεσε. 

 “Να δουλέψεις νάχεις! Αυτά που έφερες, δεν φτάνουν ούτε για τσιγάρα”! Κατάλαβε πως ήταν μάταιο να επιμείνει. Το πολύ πολύ να την έσπαγε πάλι στο ξύλο. 

 “ Πάω τώρα. Και κοίτα να δουλέψεις απόψε. Αύριο δεν θα είμαι τόσο καλός”! 

 Κατέβασε το κεφάλι κι έπιασε ένα βουβό κλάμα. Καταράστηκε τη μοίρα της, που την έφερε σ΄αυτό το χάλι. “Βοήθα με Χριστέ μου!”, ψιθύρισε μέσα στα αναφιλητά της. “Δεν αντέχω άλλο”! Με το κλάμα ξαλάφρωσε λίγο. Σκούπισε τα μάτια κι ετοιμάστηκε να βγει. Να μπλεχτεί με τους ανθρώπους, να χαθεί μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Άνοιξε την πόρτα κι έπεσε πάνω σε δυο άντρες, που περίμεναν απ΄΄έξω. 

 “Αλεξίου, της δίωξης ναρκωτικών”, είπε ο πρώτος, δείχνοντας την αστυνομική του ταυτότητα. “Έχουμε ένταλμα ερεύνης”. Κοκάλωσε, καθώς σκέφτηκε τα σακουλάκια με τη σκόνη! “ Δεν γλυτώνω!”, σκέφτηκε, “αυτό είναι το τέλος”! 

“Περάστε”, κατόρθωσε να ψελλίσει τελικά. 

 Πέρασαν μέσα. Έκαναν ένα γρήγορο έλεγχο, μη δείχνοντας να πιστεύουν πως θα βρουν κάτι. 

 “Που τα έχεις;”, τη ρώτησε ο αστυνόμος. 

 “Ποια;”, έκανε τάχα απορημένη. 

 “Την παραμύθα ντε, που σου άφησε ο νταβατζής σου”! 

 “Δεν καταλαβαίνω!”, προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. 

 “Καταλαβαίνεις κούκλα μου! Καταλαβαίνεις πολύ καλά”! 

Ο δεύτερος μπάτσος παρακολουθούσε σιωπηλός Φόρεσε τα δερμάτινα γάντια του και κτύπησε ανυπόμονα τη γροθιά στην παλάμη του. 

“Δεν κρατιέται ο φίλος μου¨, της είπε ο Αλεξίου. “Βιάζεται να ενισχύσει την μνήμη σου”!


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου