Μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο με τη Γωγώ και τον φώναξε ο πατέρας του. «Μισό λεπτό» του είπε, καθώς δύσκολα συγκρατούσε τα δάκρυά που ήταν έτοιμα να ξεχυθούν.
«Έλα, πατέρα. Με φώναξες;» τον ρώτησε, ενόσω ξεπρόβαλλε στο δωμάτιο, όπου εκείνος μαστόρευε.
«Με πήρε η κυρία Άννα, η Δεληγιώργη. Τη θυμάσαι;»
«Όχι»
«Εκείνη που της είχαμε φτιάξει το μπρούτζινο κρεβάτι το περασμένο καλοκαίρι;»
Εκείνος σήκωσε τους ώμους κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του δεξιά και αριστερά δηλώνοντας άγνοια.