ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Ζεσταίνω τον Θάνατο (Διήγημα)

Πρόωρα έπιασε ο χειμώνας ετούτη τη χρονιά. Βαρυχειμωνιά που λένε για τα καλά. 

Τέλος φθινοπώρου, τέλος Νοέμβρη και η θερμοκρασία είχε πέσει για τα καλά. Ήδη χάιδευε τους μηδέν βαθμούς και μια βαρύτητα την έλκυε προς το μείον. Στο χωριό απρόσμενα οι κάτοικοί του άρχισαν να χρησιμοποιούν τ’ αποθέματα ξύλου που είχαν για το τζάκι και πριν καλά καλά ζεστάνουν οι τοίχοι απ’ την φλόγα της φωτιάς είχαν κουρνιάσει όλοι μαζί στην κουζίνα για κάποιες ώρες ζεστασιάς. Ο φετινός χειμώνας έδειχνε κιόλας τα δόντια του με απειλητικές διαθέσεις.

Μια παρέα τριών ατόμων φάνηκε στο χαμηλό φωτισμό του ολόγιομου φεγγαριού να κατεβαίνει

τρεκλίζοντας απ’ το μοναδικό μονοπάτι που οδηγούσε στην Αγία Τριάδα, την κορυφογραμμή του μικρού αυτού χωριού. Της Μεσοκώμης. Σπίτια διάσπαρτα απλωμένα μέσα στην κακοτράχαλη και απότομη πλαγιά, σαν να ξετρύπωναν δειλά δειλά μέσα απ’ την πλούσια ορεινή βλάστηση του ελάτου. Όλα γύρω απ’ την μεγαλόπρεπη εκκλησία του χωριού. Άλλα αριστερά, άλλα δεξιά, άλλα πάνω κι άλλα κάτω φαινόντουσαν, σαν κουκίδες απλωμένες τυχαία, απ’ την απέναντι βουνοκορφή. Απ’ το βουνό της Μπριανο-γιώργαινας όπως συνήθιζαν να το αποκαλούνε οι χωριανοί. Εκείνο το μέρος όπου ζούσε η Μπριανο-γιώργαινα με τα δυο της αγόρια. Γυναίκα δυναμική αλλά και δύστροπη. Ο αγγελιοφόρος των καλών αλλά κυρίως των κακών μαντάτων καθώς μόλις έβλεπε ή μάθαινε κάτι χορταστικό ως είδηση έβγαινε με δυο τενεκέδες και τους βαρούσε φωνάζοντας παράλληλα τα νέα για να τα μάθει όλο το χωριό. Η φωνή της βροντερή, αντιλαλούσε στα βουνά και έφτανε με ηχώ στους κατοίκους της Μεσοκώμης. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των εν δυνάμει παράσπονδων χωριατών.


Ετούτο το χωριό είχε κάτι το μαγικά ανεπιτήδευτο στοιχείο. Σαν τα αγριεμένα αρρενωπά στήθη ενός άντρα που είναι πλούσια, γεμάτα από τρίχα άγρια, ήταν φυτρωμένα πυκνά τα έλατα πάνω στη βραχώδη ορεινή πλαγιά. Τα ποτάμια θύμιζαν τα ρυάκια που τρέχουν απ’ το δασώδες στήθος του άντρα μετά την βαριά και σκληρή δουλειά που ο ιδρώτας κατακλύζει το κορμί του. Πεζούλες ομόρφαιναν και έδιναν σχήμα στον μονότονο κατήφορο του βουνού όπως και οι γυμνασμένοι μύες στον άντρα. Όλα σμιλεύματα του ανθρώπου. Χώμα και σάρκα.

-Πρόσεχε που πατάς μπάρμπα. Οι ανωμαλίες στο έδαφος είναι πολλές και δυσδιάκριτες μ’ αυτόν τον φωτισμό.

-Και που να ήταν και μισοφέγγαρο, είπε ο Μίλτος.

-Και που να ήταν στα στερνά του, συμπλήρωσε ο μπάρμπας.

Η παρέα κατευθύνθηκε ευθύς γοργά προς το χοροστάσι. Η πλάκα πάντα συντρόφευε της διαδρομές ετούτων των φίλων και πάντα τους κάλμαρε απ’ τον αναβρασμό που δημιουργεί το αλκοόλ στο αίμα του άντρα. Οι φλέβες τους χτυπούσαν δυνατά και δίναν χώρο για εκτόνωση μέσα απ’ το καλαμπούρι των λόγων τους.

Ο δρόμος τους έφερε κατευθείαν στο χοροστάσι και κάθισαν πριν τον τελικό χωρισμό γι’ απόψε, να πουν ένα καληνύχτα, μια τελευταία κουβέντα αντρίκια, στο σημείο που πριν από λίγους μήνες είχαν φυτέψει την αγριοκαστανιά εις ανάμνηση του Άρη του Βελουχιώτη. Εκείνη τη χρονιά ήταν που πέρασε απ’ τα μέρη τους με τα πρωτοπαλίκαρά του για να στρατολογήσει νέους και νέες στο αντάρτικο. Λεβεντόπαιδο, γενειοφόρος, ντυμένος στα μαύρα, με ματιά σκληρή και σκωπτική, παρουσιάστηκε απροειδοποίητα, πάνω στο αρχοντικό άλογό του, αντικαθρέφτισμα του αναβάτη του, για να περιδιαβεί και να επιλέξει ο ίδιος ανθρώπινη δύναμη ικανή και θαρραλέα, μα πάν’ απ’ όλα θεληματική και πιστή στον αγώνα που η ιστορία τον βρήκε να οργανώνει.

-Μίλτο σαν να μεγάλωσε ετούτη η αγριοκαστανιά, είπε ο Φώτης.

-Μεγάλη είναι στα μάτια σου. Μη βιάζεσαι. Θέλει τον καιρό της για ν’ αγκαλιάσει ετούτη την πλατεία. Μεγάλωσε όμως τωόντι αρκετά. Πέταξε ο σπόρος κορμό και ο κορμός έβγαλε κλωνάρι. Ακόμα κι αν για κορμός δεν ωρίμασε, το ύψος του προδίδει την ηλικία του φυτού.

-Προδίδει, θα έλεγα Μίλτο, την «ατασθαλία» που κάναμε φέτο λίγο πιο πριν. Αλλά ας πάει κι αυτό. Εγώ την γλίτωσα παρ’ όλο τον σχεδόν θανάσιμο ξυλοδαρμό μου κι εσείς την σκαπουλάρατε περίτεχνα απ’ την οχλοβοή που προκάλεσε το γεγονός.

Οι τρεις φίλοι στάθηκαν για λίγο αμίλητοι γύρω απ’ το βλαστάρι που έδινε άρωμα δέντρου και αφουγκράστηκαν τον λήθαργο της φύσης. Είναι περίεργο, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όπου η δόση του αλκοόλ απαντά την μέθη της φύσης. Εκεί πράγματι δημιουργούνται μαγευτικά πράγματα.

-Κάποτε εύχομαι, είπε ο Φώτης, γύρω απ’ αυτήν την αγριοκαστανιά να χορεύουν οι Τερνιώτες. Οι λεγόμενοι σήμερα Μεσοκωμήτες. Τότε ξέρω, τα μάτια μου θα έχουν κλείσει, μα η ψυχή μου θα αιωρείται γύρω απ’ το μονάκριβο χωριό μου. Τον γενετήσιο τόπο μου. Την γενεσιουργό μάνα γη.

Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ερωτοτροπίες των τριζονιών και κάπου κάπου αραιά οι φωνές κάποιων κουναβιών και κουκουβαγιών. Τρεις φίλοι. Ο Φώτης, ο Μίλτος και ο Μπάρμπα Γιώργος που μόνο λίγα χρόνια τον χώριζαν απ’ τον ανιψιό του τον Φώτη μιας και ήταν το τελευταίο παιδί της οκταμελούς οικογένειας των Μπριανέων. Συνεπώς περισσότερο φιλαράκια παρά συγγενείς ήταν ο Φώτης με τον Γιώργο. Το αίμα απλά επιβεβαίωνε το δεσμό τους. Η ουσία βρίσκονταν μέσα τους.

Οι καμπαρντίνες που φόραγαν, βαριές, μάλλινες και γνήσια ζεστές, ίσα που κράταγαν την θέρμη του σώματός τους και τους προφύλασσαν απ’ τις απρόσμενες παγερές συνθήκες του φθινοπώρου. Τα χνώτα τους αχνιστά βγαίναν μέσα απ’ τα σωθικά τους και θέρμαιναν πρόσκαιρα τον μικρό χώρο της συνεύρεσής τους. Δυο μέτρα πιο πέρα έτρεχε το γάργαρο νερό της βρύσης και απ’ την άλλη πλευρά απλωνόταν ο γηραλέος πλάτανος αλλά σθεναρά αντιστεκόμενος στην φθορά του χρόνου, με δυο τουαλέτες πλάι στην κουφάλα του, αντρικές και γυναικείες, με υποτυπώδεις προδιαγραφές χτισμένες αλλά πάντα αναγκαίες.

-Το τσίπουρο του Παπαλέξη καλό αλλά βαρύ. Βαρύ όπως ο γεννήτοράς του. Αλλά ανόθευτο, ζωντανός οργανισμός. Ακόμα νιώθω να κυλάει μέσα μου η ζωντάνια του, είπε ο Μίλτος.

-Όλα γυρίζουν γύρω απ’ το μεθυστικό πιοτό που κάναμε σήμερα. Παρασκευή βράδυ και η βδομάδα πάντα ολοκληρώνεται με την τρυφερή απερίσκεπτη μέθη του τσίπουρου. Αλλά, φίλοι μου αγαπημένοι, λέω να πηγαίνω. Ώρα να κουρνιάσω στην ζεστή αγκαλιά της γυναίκας μου της Μέλπως.

-Ώρα καλή κι αέρα στα πανιά σου που λένε ανιψιέ., του είπε ο Γιώργος.

-Κόψ’ το δούλεμα μπάρμπα, είπε αστειευτικά ο Φώτης.

-Κι εσύ επίσης, κοντοστάθηκε, ανιψιέ, του ανταπάντησε ο Γιώργος.

-Σε λίγο μου φαίνεται ξημερώνει, είπε ο Μίλτος, και μάλλον θα συνεχίσω με τον καφούλι μου τον ελληνικό και με το λίγο μου τσιπράκι μέσα. Έκανε παύση ο Μίλτος και συνέχισε. Και ύστερα; Ύστερα άρχοντας θα δρασκελίσω στο μοναχικό μου κρεβάτι, κάτω απ’ τις κουβέρτες, να με συνεπάρει το όνειρο.

Ο Μίλτος ήταν τέσσερα χρόνια τώρα που είχε χάσει τη γυναίκα του και τα βράδια ταλαιπωριόταν μοναχικά κάτω απ’ την στέγη που μαζί με κόπο χτίσανε τα χρόνια που πέρασαν. Αλλά ήταν άνθρωπος πραγματιστής και την ζωή την αντιμετώπιζε λογικά. Γνώριζε ότι κι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Το μόνο που θεωρούσε ότι μπορεί να κάνει ήταν να την απολαμβάνει σε όλες της τις πτυχές. Συνεπώς ο θάνατος της γυναίκας του, όσο και να τον πόνεσε, πέρασε σαν μια φυσιολογική εξέλιξη για τους ζωντανούς.

-Καληνύχτα και όνειρα γλυκά στ’ αγόρια που ξενύχτισαν σήμερα κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, αναμένοντας να πραγματοποιηθούν τα όνειρά τους, γεμίζοντας τις ελπίδες τους με το αλκοόλ, είπε τελευταίος ο Φώτης και  καληνύχτισε.

Κάτω απ’ την πανσέληνο προχώραγε άνετα απ’ το μονοπάτι που οδηγούσε στο πατρικό της γυναίκας του που τώρα πια ήταν δικό του σπίτι. Παντρεμένος από σύνεση παρά από αγάπη είχε φτιάξει μιαν εξαμελή οικογένεια. Αυτός, η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. Η πρωτότοκη η Γκόλφω, ο Χαράλαμπος, η Πανάγιο και ο Γιώργος. Παιδιά μιας εποχής πολέμων, νωπών περιστατικών που ακόμα και τότε εν καιρώ εμφυλίου συντάραζαν τις ψυχές των ανθρώπων. Παιδιά που γεννήθηκαν αμέσως σχεδόν μετά το τέλος του Μικρασιατικού και μέχρι τις αρχές του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου.

Τα άρβυλα άδραχναν την ανηφοριά στο μονοπάτι, τα καρφιά σκάλιζαν το χώμα και σαν γάντζοι έδιναν ώθηση στα πόδια του Φώτη να αναρριχηθεί προς το σπίτι του. Η σκέψη του βολόδερνε ταραγμένη απ’ το αλκοόλ και ένα αίσθημα αθανασίας και υπερδύναμης τον είχε κατακλύσει. Εκείνο το συναίσθημα που σε κάνει να νιώθεις άφθαρτος και πανίσχυρος μπροστά στον φόβο τον υπαρκτό, στα πάντα και στους πάντες. Ψηλός, κι εκείνος γενειοφόρος όπως κι ο Βελουχιώτης, το ίνδαλμά του, μ’ ένα φέσι ψηλό, που περισσότερο Τούρκο θύμιζε παρά Έλληνα.

Τις τελευταίες δρασκελιές έκανε, απλώνοντας τα ψηλοκάνικα πόδια του και έφτασε μπροστά στο πέτρινο σπίτι του. Η καμινάδα ακόμα έβγαζε, αν και νωχελικά, τα τελευταία ξέπνοα απομεινάρια καύσης και έδειχνε εμφανώς πως μέσα σ’ αυτόν τον πετρώδη τοίχο με την πλίθινη κεραμοσκεπή υπήρχε ζωή. Περισσότερο το ένστικτό του παρά η σκέψη του, μιας κι εκείνη βρισκόταν θολωμένη απ’ τη μέθη, κατόρθωσε να βρει την πόρτα που τον οδηγούσε στην θαλπωρή της οικογενείας. Άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκε στην ζεστασιά της οικογενειακής στέγης.

Ένα χέρι τραχύ, αφυδατωμένο απ’ την σκληρή αγροτική δουλειά ένοιωσε να τον ταρακουνάει στον δεξί του ώμο. Κοιμώμενος, έχοντας πάρει την βρεφική στάση, ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό του πλευρό και με το μαξιλάρι να του αναπαύει το ζαλισμένο του ακόμα κεφάλι, κουνήθηκε ελαφριά και άτονα, καθώς άνοιγε τα μάτια του μέσα απ’ τον βαρύ ύπνο που τον είχε καταβάλει και άφησε να ξεπηδήσει απ’ το στόμα του νωχελικά η φράση «τι έγινε».

-Σήκω Φώτη. Ντύσου. Πέθανε ο Γιώργος, ο θειός σου, του είπε η γυναίκα του η Μέλπω.

-Τι έγινε; είπε ξανά εκείνος.

-Ο Γιώργος έφυγε.

Σηκώθηκε απότομα. Με τις πιτζάμες όπως ήταν όδευσε στην κουζίνα. Κοίταξε στιγμιαία έξω, ίσα να δει που το αχνό φως του ήλιου είχε κάνει την παρουσία του και άνοιξε το ντουλάπι κάτω απ’ τον νεροχύτη. Αμέσως αισθάνθηκε στο χέρι του το μπουκάλι με το τσίπουρο, το έβγαλε έξω και το εναπόθεσε πάνω στο νεροχύτη. Άρπαξε γρήγορα, σαν εθισμένος ασθενής ένα ποτήρι μικρό, τσίπουρου και το γέμισε απ’ το ανόθευτο αποσταγμένο ποτό. Ήπιε ένα, ήπιε δύο και ταχέως έφτασε σε διψήφιο αριθμό. Άφησε το μπουκάλι μισογεμάτο και αρπάζοντας το παλτό του, έτσι όπως ήταν, με τις πιτζάμες να τον αγκαλιάζουν, όρμησε στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του θειού του.

Οι παντόφλες σερνόντουσαν στο μονοπάτι όπως η σκέψη του ερπόταν στη χθεσινή παρουσία του φίλου του και θειού του. Το ποτό είχε κάνει άμεσα τη δουλειά του, όντας κι επιρρεπής απ’ τα χθεσινά, και σχεδόν τρέχοντας απ’ το ξάναμμά του κατευθύνθηκε προς το χώρο του πεθαμένου.

Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, μπήκε μέσα, σπάζοντας με βία την εξώπορτα και με μια δρασκελιά βρέθηκε στο νεκροκρέβατο του φίλου του και θειού του. Τον θώρησε στο ψυχρά απογυμνωμένο από κάθε ίχνος ζωής πρόσωπό του και γονάτισε αγκαλιάζοντάς τον τυφλά μέσα στην πικρή του μέθη.

Η θειά του τον ακούμπησε με την παλάμη της πάνω στο σβέρκο και τον χάιδεψε στοργικά με το άλλο χέρι στην πλάτη.

-Ήπιες;

-Ήπια, είπε εκείνος.

-Γιατί; του είπε εκείνη.

-Για να ζεστάνω το θάνατο, ανταπάντησε ο Φώτης, αφήνοντας ένα θερμό δάκρυ να στάξει απ’ το δεξί του μάτι.


2011

Ο Γιάννης περίμενε ανήσυχος στο μετρό. Τελευταίο δρομολόγιο. Τελευταία διαδρομή. Φτιαγμένος απ’ το κόκκινο στυφό κρασί που έπινε σ’ εκείνο το μπαράκι πάνω στην Πετρούπολη, σ’ εκείνο το νησιώτικα σχεδιασμένο χώρο που είχε πιάτο θέα όλη την Αθήνα, με την Ακρόπολη στο βάθος να δίνει μια αίσθηση αριστοκρατική στην ατμόσφαιρα.

Δύο και δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Περνώ τις τελευταίες κυλιόμενες σκάλες προς την κατεύθυνση προς Άγιο Δημήτριο. Από το ένα άκρο στο άλλο. Σχεδόν. Άγιος Αντώνιος – Κεραμεικός. Κάτι λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά σε φυσιολογικές συνθήκες. Με φυσιολογικά δρομολόγια. Κι όμως. Τέτοια ώρα τα δεδομένα αλλάζουν. Αναμονή δεκαπέντε λεπτών. Τι να κάνω; Πώς να περάσει η ώρα; Κοιτώ απέναντι και κοιτώ την κοπέλα που προ ολίγου με ενημέρωσε πως προλαβαίνω ν’ αλλάξω βαγόνι. Μου κάνει εντύπωση. Διαβάζει βιβλίο. Καθ’ όλη τη διαδρομή από Άγιο Αντώνη – Σύνταγμα διάβαζε. Πόσο σπάνιο φαινόμενο. Πόσο αξιομνημόνευτο γεγονός. Μου λείπει. Μου λείπει η συντροφιά του βιβλίου. Κοιτάω γύρω και σε λίγο κλείνω τα μάτια. Έχω καιρό να γράψω. Έχω καιρό να ξετυλίξω την φαντασία μου. Κοιτώ ξανά γύρω μου. Βλέπω ένα ζευγάρι απέναντι. Κάτι λένε. Κάτι κουβεντιάζουν. Ίσως ανούσιο. Ίσως κάτι γεμάτο νόημα. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Απλώς ψάχνω. Προσπαθώ να ζωντανέψω το μνημονικό μου, να το ανασκαλέψω. Τίποτα όμως. Κι όμως η βραχυπρόθεσμη μνήμη μου κάτι μου υπενθυμίζει. Για στάσου. Ναι!

Εννιά ομπρέλες. Τρεις σκάλες. Και ασημένιος περίγυρος, κυλινδρικά σχηματισμένος. Και πάνω; Οροφή; Κι αυτή ασημένια. Τα πρώτα πράγματα που μου έρχονται. Φωτεινότητα, ζωντάνια, όνειρο, έμπνευση, δημιουργία, αίθριο. Ναι! Αίθριο λέγεται το έργο. Το έργο του Γεωργίου Ζογγόπουλου. Φτιαγμένο το 1999. Και ξαφνικά; Χτυπάει το κινητό τηλέφωνο.

-Παρακαλώ;

-Έλα Γιάννη. Που είσαι; Ακόμα στο μετρό;

-Ναι. Καθυστέρησα στο ενδιάμεσο δρομολόγιο. Περιμένω το τελευταίο βαγόνι.

-Σε περιμένω. Σ’ αγαπώ!

Κάθομαι λίγο στην πλατφόρμα και ξαναγυρνώ στο «Αίθριο». Τι όμορφα; Τι νοσταλγική ομορφιά χωμένη μέσα στην σύγχρονη δημιουργία; Θαυμάζω! Πραγματικά θαυμάζω. Η τελειότητα στο μεγαλείο της απλότητας. Τρεις παλιές σκάλες και εννιά ομπρέλες που να θυμίζουν μια υπόκωφη μη αναμενόμενη βροχή. Στεγνές αλλά έτοιμες να την υποδεχθούν. Τι άραγε να σημαίνει; Πως μπορεί ένας απλώς διαβάτης να κατανοήσει αυτόν τον τόσο απλό αλλά και τόσο περίτεχνο συνδυασμό;

Σκαλίζω το μυαλό μου. Τι μπορώ να γευτώ; Τι μπορώ ν’ αρπάξω;

Νοσταλγία, όνειρο, ελπίδα, φαντασία, προσμονή, γλυκιά μελαγχολία, άνοδος, προστασία, ηλιόβλεμμα, ομίχλη, ακτίνες, δάκρυα.

Ναι! Εκείνο το δάκρυ. Εκείνο το δάκρυ που ο πατέρας μου είχε πει για τον παππού μου. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έκλαψε. Έτσι του είχε πει. Κι έτσι μάλλον ήταν. Εκείνο μου θύμιζε. Η αναμονή μ’ έκανε να προσμένω και η προσμονή μ’ έκανε να δουλέψω την φαντασία μου. Να βρω διέξοδο δημιουργικό στο σταμάτημα του χρόνου. Η έλλειψη του βιβλίου με οδήγησε στο να προσπαθήσω να συνθέσω τις δικές μου σελίδες έστω και στο ασθενές μνημονικό μου.

Πάντα μου άρεσε να συλλέγω. Και τώρα ακόμα περισσότερο που έγραφα. Η συλλογή πληροφοριών σου δίνει μια γεύση από άλλες ζωές. Ίσως και τις ίδιες τις ζωές των άλλων. Γεμίζεις. Χορταίνεις. Και το κυριότερο… φαντάζεσαι.

«Ζεσταίνω τον θάνατο», εκείνη η ατάκα μου ήρθε. Εκείνη η τόσο βαρύνουσα φράση. Ένα δάκρυ και μια ζεστασιά από ζωντανό, ερεθισμένο απ’ τ’ αλκοόλ και τα συναισθήματα οργανισμό, μ’ έφεραν πιο κοντά σε κείνη την νοσταλγική οφθαλμολουσία.


Έβγαλα αργά το κινητό απ’ την τσέπη μου. Σχημάτισα τον αριθμό του κινητού της Μαντώς και άφησα το μηχάνημα να μπει στους ρυθμούς του.

-Παρακαλώ;! ακούστηκε απ’ τ’ ακουστικό μου η μελωδική φωνή της Μαντώς.

-Μαντώ;

-Ναι; Έλα. Που είσαι;

-Μαντώ. Διαμάντω μου. Λέω να μην έρθω. Βρήκα το διαμάντι μου. Εμείς μπορούμε να περιμένουμε και για αύριο.

-Ποιο διαμάντι σου;

-Να σου εξηγήσω αύριο;

-Καταλαβαίνω.

-Σ’ ευχαριστώ. Όνειρα γλυκά αγάπη μου!

-Όνειρα γλυκά.

Το τηλέφωνο έκλεισε. Έμεινα ακίνητος μπροστά στην νεκρή οθόνη. Ξάφνου έστρεψα το βλέμμα ψηλά και αντίκρισα πάλι τις ρίζες μου. Είδα τον προπάππο μου τον Φώτη. Τον είδα εκεί. Πάνω στο νεκρό σώμα του φίλου του και θειού του Γιώργου, να κλαίει για το αύριο που δεν ήρθε. Κι εκεί έκλαψα. Έκλαψα τρανταχτά. Με λυγμούς. Γιατί άραγε; Γιατί; Μα για το Αίθριο. Για το αίθριο που έχασα και χάσαμε όλοι της γενιάς μας που δεν είδαμε τις σκαλωσιές, τις ξύλινες πόρτες, τις ομπρέλες από φυσικό υλικό και την φύση ν’ αστράφτει γύρω μας και παντού μας να μας περικλύζει, να βροντοφωνάζει και να χαμογελά για την αφέλεια των ανθρώπων.

Εκείνο το «Αίθριο»…

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου